μπουκουνιά

μπουκουνιά
η [μπουκούνι]
1. μπουκιά, χαψιά
2. μικρή ποσότητα, μικρό κομμάτι
3. φρ. «μια μπουκουνιά άνθρωπος» — λέγεται για μικροσκοπικό ή μικρής ηλικίας άνθρωπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπουκουνιά — η η μπουκιά (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπουκιά — μπουκιά, η και μπουκουνιά, η η ποσότητα τροφής που χωράει άνετα στο στόμα, η χαψιά: Φάε μια μπουκιά, είσαι νηστικός όλη μέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”